-
1 настилочный
επ.της επίστρωσης•-ые работы εργασίες επίστρωσης•
-ые доски σανίδια επίστρωσης.
-
2 камень
ο λίθ/ος, το λιθάρι, η πέτραдобывать - εξορύσσω το - о дробить - σπάζω το - о обрабатывать - κατεργάζομαι το -, επεξεργάζομαι το - оамазонский - мин. см. амазонитжёлчный - мед. о χολόλιθοςколотый - см. дроблёный -мочевой - мед. о ουρόλιθοςоловянный - мин. о κασσιτερίτηςпочечный мед. о νεφρόλιθοςотделочный - см. облицовочный -точильный - η ακονόπετρα, το ακόνιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > камень
-
3 работа
1. (физический процесс, труд) η εργασί/α, η δουλειάарматурные - ы η εγκατάσταση/τοποθέτηση ενισχύσεωνбетонные - ы - ες σκυροδέματος, разг. τα μπετάземлечерпательные - ы - ες εκσκαφής/εκβάθυνσηςнаучно-исследовательская - η επιστημονική έρευνα/εργασίαпосменная - με/σε βάρδιεςрезная - τα γλυπτά, τα σκαλιστάуборочные - ы - ες συγκομιδής/θέρουςумственная - πνευματική -, διανοητική -2. (функционирование) η λειτουργίαη εργασίαбезотказная - άνευ αστοχιών/βλαβώνбесперебойная - συνεχής -, αδιάκοπη -- вразнос (о двигателе) παράφορη -, το σκορτσάρισμα (του κινητήρα)- конструкции η συμπεριφορά της κατασκευής, η διαγωγή της κατασκευήςнепрерывная - συνεχής -, αδιάλειπτη -периодическая - διαλείπουσα -, διακοπτόμενη -- с данными вчт. η επεξεργασία στοιχείων- σε φάση3. (готовое изделие, продукт труда) η δουλειά, το έργο, η εργασία*плохого качества - κακής ποιότητας работать 1. (применять свой труд, трудиться) εργάζομαι, δουλεύω2. (функцио-нировать) λειτουργώ, δουλεύω 3. (ο машинах и т.п.) λειτουργώ 4. (πο металлу, по дереву) δουλεύω/επεξεργάζομαι (το μέταλλο, το ξύλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > работа
-
4 обивка
обивкаж1. (действие) τό ντύσιμο, ἡ ἐπίστρωση, τό ταπετσάρισμα·2. (материал) ἡ ταπετσαρία, τά ὑλικά τῆς ἐπίστρωσης. -
5 облицовочный
облиц||овочныйприл τῆς ἐπίστρωσης. -
6 балласт
-а α.(στα πλοία κ.αερόστατα).1. έρμα. || μτφ. πράγμα περίσσιο, άχρηστο.2. τα σκύρα, ο άμμος επίστρωσης σιδηροδρ.γραμμής. -
7 обивка
-и θ.1. κάλυψη, σκέπασμα, ντύσιμο (με κάρφωμα)• επίστρωση, ταπετσάρισμα.2. υλικό επίστρωσης, κάλυψης κ.τ.τ. -
8 обивочный
επ.της κάλυψης, της επίστρωσης, του ταπετσάρίσματος. -
9 обои
-
10 торец
-рца α.1. η άκρη, το άκρον (επιμήκους αντικειμένου)•торец сваи η άκρη του πασσάλου•
торец колонны η άκρη του στύλου.
|| η στενή πλευρά οικοδομής.2. εξάεδρη δοκός επίστρωσης οδού. || οδός επιστρωμένη με εξάε-δρες δοκούς.εκφρ.в торец – κατ άκρο (σύνδεση). -
11 шашка
шашка 1-и θ.1. ντάμα (παιγνίδι).2. πεσσός της ντάμας, το πούλι.3. πλάκα επίστρωσης οδού.4. τροτύλη τετραγωνικού σχήματος.εκφρ.в -у ή -ой – αβακοειδώς (όπως τα τετραγωνίδια του πίνακα της ντάμας)•дымовая шашка – καπνογόνο πυροτέχνημα.шашка 2-и θ.σπάθα, -ί, ρομφαία.
См. также в других словарях:
δάπεδο — Η διαμορφωμένη βατή επιφάνεια οποιουδήποτε κλειστού, υπαίθριου ή ημιυπαίθριου χώρου, εκτός από τις οδούς και τις πλατείες, για τις οποίες χρησιμοποιούνται κυρίως οι όροι οδόστρωμα κατάστρωμα. Η φυσική επιφάνεια του εδάφους αποτελούσε πάντοτε και… … Dictionary of Greek
λάκκα — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 28 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις δυτικές απολήξεις των ορέων του Βάλτου, Α της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεωργίου Καραϊσκάκη. 2. Ημιορεινός… … Dictionary of Greek
πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… … Dictionary of Greek
ψαμμίτης — Πέτρωμα που αποτελείται κατά κύριο λόγο από κόκκους άμμου μεγέθους 0,02 έως 2 χιλιοστά, από τη διαγένεση της οποίας προκύπτουν οι ψ. Η άμμος μπορεί να προέρχεται από ρέοντα, θαλάσσια ή λιμναία ύδατα, ή ακόμα από τη δράση του ανέμου. Η φύση του… … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek